Καρίνθια

Καρίνθια
(Kärnten). Κρατίδιο (9.533 τ. χλμ., 561.114 κάτ. το 2001) της Αυστρίας, με πρωτεύουσα το Κλάγκενφουρτ (90.141 κάτ. το 2001). Συνορεύει στα ΒΔ με το Τιρόλο, στα Β με το Σάλτσμπουργκ και τη Στυρία, στα ΝΑ με τη Σλοβενία και στα ΝΔ με την Ιταλία. Η περιοχή είναι εξαιρετικά ορεινή· στα Β υψώνονται οι οροσειρές των Άνω Τάουερν και τα ανάγλυφα που αποτελούν τον υδροκρίτη μεταξύ των λεκανών του Δράβου και του Μουρ, στα Α υψώνεται η οροσειρά του Κόραλπε και στα Ν οι Καρνικές Άλπεις και οι Καραβάνκεν. Τα ανάγλυφα, που φτάνουν σε ύψος τα 3.797 μ. στο Γκροσγκλόκνερ (ψηλότερη κορυφή της Αυστρίας), χαμηλώνουν ομαλά προς τη λεκάνη του Δράβου, όπου βρίσκονται η πρωτεύουσα και όλα τα σημαντικά κέντρα. Η Κ. καλύπτεται σε μεγάλο μέρος από πυκνά δάση, οπότε οι περιοχές που προσφέρονται για τη γεωργία είναι περιορισμένες στα βάθη των κοιλάδων και στις χαμηλές πλαγιές των βουνών. Μεγάλη ανάπτυξη παρουσιάζει η εκτροφή βοοειδών και προβάτων, όπως επίσης και η βιομηχανική δραστηριότητά της, που ευνοείται από την παρουσία πλούσιων μεταλλοφόρων κοιτασμάτων (σίδηρος, μόλυβδος, ψευδάργυρος), καθώς και η εκμετάλλευση του δασικού πλούτου. Η πρωτεύουσα Κλάγκενφουρτ αποτελεί και τη σημαντικότερη πόλη της Κ. Βρίσκεται στην πεδιάδα που σχηματίζεται στη συμβολή των ποταμών Γκλαν και Γκουρκ. Ανάμεσα στα αξιόλογα κτίρια της πόλης συγκαταλέγεται το πρώην δημαρχιακό μέγαρο απέναντι από την Άλτερ Πλατς και το αναγεννησιακό Λαντχάους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πόλη Φίλαχ, το ρωμαϊκό Santicum, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο στον Δράβο, κοντά στη συμβολή του με τον Γκάιλ· είναι γνωστό κέντρο λουτροθεραπείας και σημαντικός κόμβος οδικών και σιδηροδρομικών επικοινωνιών με την Ιταλία και τη Σλοβενία. Άλλα σημαντικά κέντρα είναι το Σανκτ Φάιτ στον Γκλαν, πρωτεύουσα άλλοτε του δουκάτου της Κ., που διατηρεί σπουδαία μνημεία του παρελθόντος, όπως η ρομανογοτθική εκκλησία και το δημαρχιακό μέγαρο του 5ου αι.· το Σπίταλ στον Ντράου, ακμαίο βιομηχανικό κέντρο (πριονιστήρια, χαρτοποιεία), ιδιαίτερα γνωστό για τον πύργο Πόρτσια του 16ου αι., και το Βόλφσμπεργκ, έδρα χημικών βιομηχανιών. Άποψη της Βέρτερ Ζέε κοντά στο Κλάγκενφουρτ, πρωτεύουσα της επαρχίας της Καρινθίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιλλυρία — Αρχαία περιοχή της Βαλκανικής χερσονήσου στην οποία κατοικούσαν οι Ιλλυριοί. Στους προϊστορικούς χρόνους μια ομάδα φυλών που μιλούσαν διαλέκτους μιας ινδοευρωπαϊκής γλώσσας εγκαταστάθηκε στις βόρειες και τις ανατολικές ακτές της Αδριατικής, στις… …   Dictionary of Greek

  • Αλβέρτος — I Όνομα αυτοκρατόρων και μελών της δυναστείας των Αψβούργων. 1. Α. Α’ (1250 – 1308). Βασιλιάς της Γερμανίας και δούκας της Αυστρίας (1298 1308). Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ροδόλφου Α’ των Αψβούργων. Μετά τον θάνατο του πατέρα του (1291), δεν… …   Dictionary of Greek

  • Βοημία — (τσέχ. Echy, γερμ. Βöhmen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 53.000 τ. χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, πρώην ανεξάρτητο βασίλειο, που σήμερα περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στην Τσεχία (δυτική και κεντρική). Από μορφολογική άποψη, η περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • Δράβος — (γερμ. Drau, σερβοκροατ. και ουγγρ. Drάva). Ποταμός (720 χλμ.) της νοτιοκεντρικής Ευρώπης, δεξιός παραπόταμος του Δούναβη. Πηγάζει στην Ιταλία, στα Α του ορεινού συγκροτήματος των Δολομιτικών Άλπεων, Σέλα, στην ανατολική ζώνη της κοιλάδας… …   Dictionary of Greek

  • Κίμβροι — Αρχαίος γερμανικός λαός. Κατοικούσε στη χερσόνησο που ονομαζόταν Κιμβρική (τη σημερινή Γιουτλάνδη της Δανίας), κοντά στη Βαλτική θάλασσα. Αρχικά οι Κ. συγχέονταν με τους Κέλτες, αργότερα όμως οι μελετητές τούς κατέταξαν στα γερμανικά φύλα. Οι Κ.… …   Dictionary of Greek

  • Λεοπόλδος — I (Leopold). Όνομα δύο αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής (Γερμανικής) αυτοκρατορίας, από τον οίκο των Αψβούργων. 1. Λ. A’ (Βιέννη 1640 – 1705). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (1658 1705). Ήταν δευτερότοκος γιος… …   Dictionary of Greek

  • Τιρόλο — (Tirol). Ομόσπονδο κράτος (Bundesland) της κεντροδυτικής Αυστρίας, που αποτελείται από δύο εδάφη που χωρίζονται καθαρά μεταξύ τους από το νοτιοδυτικό Σάλτσμπουργκ. Έχει συνολική έκταση 12.647 τ. χλμ. και πληθυσμό 619.567 κατ.· πρωτεύουσα είναι το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”